Anonymous

ἀπρόσκοπος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρόσκοπος:''' ον ([[προσκόπτω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[άμεμπτος]], [[άπταιστος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν δίνει δικαιώματα, [[αφορμή]] σκανδάλου, στο ίδ.<br /><b class="num">• [[ἀπρόσκοπος]]:</b> -ον, = <i>[[απρόσκεπτος]]</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀπρόσκοπος:''' ον ([[προσκόπτω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[άμεμπτος]], [[άπταιστος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν δίνει δικαιώματα, [[αφορμή]] σκανδάλου, στο ίδ.<br /><b class="num">• [[ἀπρόσκοπος]]:</b> -ον, = <i>[[απρόσκεπτος]]</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπρόσκοπος:''' [[προσκέπτομαι]] досл. ничего не видящий впереди, перен. слепой ([[μοῖρα]] φρενῶν Aesch.).<br />[[προσκόπτω]]<br /><b class="num">1)</b> непорочный ([[συνείδησις]] NT<br /><b class="num">2)</b> не вводящий в соблазн (ἀ. τινι [[γενέσθαι]] NT).
}}
}}