Anonymous

ἀραρότως: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρᾱρότως:''' επίρρ. του <i>ἀρᾱρώς</i>, μτχ. παρακ. του [[ἀραρίσκω]], συμπαγώς, στέρεα, [[σφιχτά]], [[δυνατά]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''ἀρᾱρότως:''' επίρρ. του <i>ἀρᾱρώς</i>, μτχ. παρακ. του [[ἀραρίσκω]], συμπαγώς, στέρεα, [[σφιχτά]], [[δυνατά]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρᾱρότως:''' <b class="num">1)</b> плотно, крепко (ἀ. [[σύνδεσμα]] εἶχε Eur.);<br /><b class="num">2)</b> твердо, непреклонно (μένειν Aesch. - v. l. ἀραρότα);<br /><b class="num">3)</b> усердно, ревностно (ὑπηρετεῖν τινι Plat.).
}}
}}