Anonymous

ἀραγμός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀραγμός:''' ὁ ([[ἀράσσω]]), [[χτύπος]], [[πάταγος]], [[θόρυβος]] που παράγεται από [[σύγκρουση]] αντικειμένων, [[τριγμός]], [[τρίξιμο]], σε Αισχύλ.· <i>ἀραγμὸς πετρῶν</i>, [[πάταγος]] που προέρχεται από [[κατολίσθηση]] βράχων, σε Ευρ.· στέρνων [[ἀραγμός]], χτυπήματα στήθους, στηθοκόπημα κατά τις θρηνωδίες, Λατ. [[planctus]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀραγμός:''' ὁ ([[ἀράσσω]]), [[χτύπος]], [[πάταγος]], [[θόρυβος]] που παράγεται από [[σύγκρουση]] αντικειμένων, [[τριγμός]], [[τρίξιμο]], σε Αισχύλ.· <i>ἀραγμὸς πετρῶν</i>, [[πάταγος]] που προέρχεται από [[κατολίσθηση]] βράχων, σε Ευρ.· στέρνων [[ἀραγμός]], χτυπήματα στήθους, στηθοκόπημα κατά τις θρηνωδίες, Λατ. [[planctus]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀραγμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> бряцание (δεσμῶν ἱππικῶν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> шум, скрипение (ἐν πύλαις Aesch.; τῆς θύρας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> грохот, стук (πετρῶν Eur.): στερνῶν ἀραγμοί Soph. удары в грудь.
}}
}}