3,258,334
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀραγμός:''' ὁ ([[ἀράσσω]]), [[χτύπος]], [[πάταγος]], [[θόρυβος]] που παράγεται από [[σύγκρουση]] αντικειμένων, [[τριγμός]], [[τρίξιμο]], σε Αισχύλ.· <i>ἀραγμὸς πετρῶν</i>, [[πάταγος]] που προέρχεται από [[κατολίσθηση]] βράχων, σε Ευρ.· στέρνων [[ἀραγμός]], χτυπήματα στήθους, στηθοκόπημα κατά τις θρηνωδίες, Λατ. [[planctus]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀραγμός:''' ὁ ([[ἀράσσω]]), [[χτύπος]], [[πάταγος]], [[θόρυβος]] που παράγεται από [[σύγκρουση]] αντικειμένων, [[τριγμός]], [[τρίξιμο]], σε Αισχύλ.· <i>ἀραγμὸς πετρῶν</i>, [[πάταγος]] που προέρχεται από [[κατολίσθηση]] βράχων, σε Ευρ.· στέρνων [[ἀραγμός]], χτυπήματα στήθους, στηθοκόπημα κατά τις θρηνωδίες, Λατ. [[planctus]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀραγμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> бряцание (δεσμῶν ἱππικῶν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> шум, скрипение (ἐν πύλαις Aesch.; τῆς θύρας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> грохот, стук (πετρῶν Eur.): στερνῶν ἀραγμοί Soph. удары в грудь. | |||
}} | }} |