Anonymous

ἄρθρον: Difference between revisions

From LSJ
1,028 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄρθρον:''' τό (*ἄρω), [[αρμός]], [[άρθρωση]], σε Σοφ.· [[ιδίως]] η [[άρθρωση]] του ποδιού, σε Ηρόδ., Σοφ.· σε πληθ. με μια [[άλλη]] [[λέξη]], <i>ἄρθρα ποδοῖν</i>, αστράγαλοι, στον ίδ.· ἄρθρων [[ἤλυσις]], πόδια, κνήμες, σε Ευρ.· ἄρθρα [[τῶν]] κύκλων, μάτια, σε Σοφ.· <i>ἄρθρα στόματος</i>, [[στόμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄρθρον:''' τό (*ἄρω), [[αρμός]], [[άρθρωση]], σε Σοφ.· [[ιδίως]] η [[άρθρωση]] του ποδιού, σε Ηρόδ., Σοφ.· σε πληθ. με μια [[άλλη]] [[λέξη]], <i>ἄρθρα ποδοῖν</i>, αστράγαλοι, στον ίδ.· ἄρθρων [[ἤλυσις]], πόδια, κνήμες, σε Ευρ.· ἄρθρα [[τῶν]] κύκλων, μάτια, σε Σοφ.· <i>ἄρθρα στόματος</i>, [[στόμα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄρθρον:''' τό<b class="num">1)</b> член тела (συνάπτειν [[ἄρθρον]] ἄρθρῳ Plat.; ἄρθρα χειρός Arst.): ποδός ἄ. Soph. нога; ἄρθρα τῶν κύκλων Soph. глаза; ἄρθρα στόματος Eur. уста;<br /><b class="num">2)</b> сочленение, сустав (ὁ [[ἀστράγαλος]] ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her.);<br /><b class="num">3)</b> орган (φωνῆς Arst.);<br /><b class="num">4)</b> pl. половые органы Her., Arst.;<br /><b class="num">5)</b> грам. (тж. ἄ. προτακτικόν Arst.) грамматический член;<br /><b class="num">6)</b> грам. «незнаменательное», т. е. служебное слово (φωνὴ [[ἄσημος]] Arst.), т. е. предлог (напр. περί), вводное слово (напр. [[φημί]]) и т. п.: ἄ. ὑποτακτικόν подчинительное слово.
}}
}}