Anonymous

ἀποχώρησις: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποχώρησις:''' -εως, ἡ, [[αναχώρηση]], [[απόσυρση]], [[υποχώρηση]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[τόπος]] καταφυγής ή μέσα ασφαλείας, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποχώρησις:''' -εως, ἡ, [[αναχώρηση]], [[απόσυρση]], [[υποχώρηση]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[τόπος]] καταφυγής ή μέσα ασφαλείας, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποχώρησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> уход, отход, отступление Thuc., Xen., Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> путь отступления (πολλὰς ἀποχωρήσεις ἔχειν Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> опорожнение ([[πλήρωσις]] ἀ. τε Plat.);<br /><b class="num">4)</b> дефекация Arst., Plut.
}}
}}