3,241,406
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀργῐόδους:''' -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[λευκά]] δόντια ή χαυλιόδοντες, σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἀργῐόδους:''' -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[λευκά]] δόντια ή χαυλιόδοντες, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀργιόδους:''' όδοντος adj. белозубый или с белыми клыками (ὖς, κύνες Hom.). | |||
}} | }} |