Anonymous

ἀπόκρημνος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόκρημνος:''' -ον, [[κρημνώδης]], αυτός που βρίσκεται πλάι σε γκρεμό, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., ο [[γεμάτος]] δυσκολίες, λέγεται για δικαστική [[υπόθεση]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀπόκρημνος:''' -ον, [[κρημνώδης]], αυτός που βρίσκεται πλάι σε γκρεμό, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., ο [[γεμάτος]] δυσκολίες, λέγεται για δικαστική [[υπόθεση]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόκρημνος:''' <b class="num">1)</b> обрывистый, крутой ([[ὄρος]] Her.; [[χωρίον]] Thuc.: [[τόπος]] Xen.; πέτραι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> трудный (πάντα ἀπόκρημνα Dem.).
}}
}}