Anonymous

ἀριστεύς: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀριστεύς:''' -έως, ὁ, δυϊκ. <i>ἀριστέοιν</i> ([[ἄριστος]]), [[άριστος]], ο [[καλύτερος]] [[άνθρωπος]], χρησιμ. από Όμηρ. [[κυρίως]] σε Επικ. πληθ. [[ἀριστῆες]], οι άριστοι ή ευγενείς, άρχοντες, ηγεμόνες· ομοίως, σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀριστεύς:''' -έως, ὁ, δυϊκ. <i>ἀριστέοιν</i> ([[ἄριστος]]), [[άριστος]], ο [[καλύτερος]] [[άνθρωπος]], χρησιμ. από Όμηρ. [[κυρίως]] σε Επικ. πληθ. [[ἀριστῆες]], οι άριστοι ή ευγενείς, άρχοντες, ηγεμόνες· ομοίως, σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀριστεύς:''' <b class="num">II</b> ὁ знатный гражданин, pl. знать Hom.<br />έως, эп.-ион. ῆος (ᾰ) adj. m лучший, знатнейший, славнейший, доблестный ([[ἀριστῆες]] Ἀχαιῶν Hom. и [[ἀνδρῶν]] Pind., Aesch.; [[στρατηγός]] Plut.).
}}
}}