Anonymous

ἀπορροή: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπορροή:''' και [[ἀπόρροια]], ἡ (ἀπορ-ρέω)·<br /><b class="num">I.</b> [[εκροή]], ροή, [[ρεύμα]], σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[εκπόρευση]], εκπήγαση, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀπορροή:''' και [[ἀπόρροια]], ἡ (ἀπορ-ρέω)·<br /><b class="num">I.</b> [[εκροή]], ροή, [[ρεύμα]], σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[εκπόρευση]], εκπήγαση, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπορροή:''' ἡ<b class="num">1)</b> поток, струя (αἴματος ἀπορροαί Eur.; sc. τοῦ [[ὕδατος]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> истечение, выделение (τοῦ κάλλους Plat.; ἡ ὀσμὴ ἀ. τίς ἐστιν Arst.; [[ὀφθαλμίας]] Plut.).
}}
}}