Anonymous

ἁρματοτροφέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁρματοτροφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τρέφω]] άλογα για αρματοδρομίες, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἁρματοτροφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τρέφω]] άλογα για αρματοδρομίες, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁρμᾰτοτροφέω:''' держать или разводить упряжных (беговых) лошадей Xen., Diog. L.
}}
}}