3,277,636
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ἄρειος:''' [ᾰ], -ον και -α, -ον, Ιων. [[Ἀρήϊος]], -η, -ον ([[Ἄρης]])·<br /><b class="num">I.</b> αφιερωμένος στον Άρη, [[πολεμοχαρής]], [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]], Λατ. Havortius, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[Ἄρειος]] [[πάγος]], <i>ὁ</i>, δηλ. ο [[λόφος]] του Άρεως, που βρισκόταν [[απέναντι]] από τη δυτική [[πλευρά]] της Ακροπόλεως των Αθηνών· [[Ἀρήϊος]] [[πάγος]], σε Ηρόδ.· επίσης [[Ἄρεος]] [[πάγος]], (όπου το [[Ἄρεος]] είναι γεν. του [[Ἄρης]]), σε Σοφ., Ευρ. Στον λόφο αυτό συγκαλείτο το ανώτατο δικαστήριο, το οποίο εκδίκαζε υποθέσεις δολοφονιών [[καθώς]] και άλλων εκ προμελέτης εγκλημάτων κατά της ζωής, σε Δημ. | |lsmtext='''Ἄρειος:''' [ᾰ], -ον και -α, -ον, Ιων. [[Ἀρήϊος]], -η, -ον ([[Ἄρης]])·<br /><b class="num">I.</b> αφιερωμένος στον Άρη, [[πολεμοχαρής]], [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]], Λατ. Havortius, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[Ἄρειος]] [[πάγος]], <i>ὁ</i>, δηλ. ο [[λόφος]] του Άρεως, που βρισκόταν [[απέναντι]] από τη δυτική [[πλευρά]] της Ακροπόλεως των Αθηνών· [[Ἀρήϊος]] [[πάγος]], σε Ηρόδ.· επίσης [[Ἄρεος]] [[πάγος]], (όπου το [[Ἄρεος]] είναι γεν. του [[Ἄρης]]), σε Σοφ., Ευρ. Στον λόφο αυτό συγκαλείτο το ανώτατο δικαστήριο, το οποίο εκδίκαζε υποθέσεις δολοφονιών [[καθώς]] και άλλων εκ προμελέτης εγκλημάτων κατά της ζωής, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ἄρειος:''' эп.-ион. тж. [[Ἀρήϊος]] 2 и 3 (тж. ἀρ-)<br /><b class="num">1)</b> ареев, посвященный Арею: [[Ἄρειον]] [[πεδίον]] Hom. Ареева равнина (во Фракии), Plut. Марсово поле - Campus [[Martius]] (в Риме); Ἄ. [[πάγος]] Her. Ареев холм (в Афинах, к сев. - зап. от Акрополя), тж. pl. Aesch., Eur., Lys., Isocr., Xen., Plat., Aeschin., Arst., Dem., тж. ἡ ἐν ἀρείῳ πάγῳ [[βουλή]] Xen., Arst. и ἡ ἐξ ἀρείου πάγου [[βουλή]] Plat. Ареопаг (верховный суд по уголовным делам, заседавший на Ареевом холме);<br /><b class="num">2)</b> воинский, боевой, бранный (τεύχεα Hom.: ἀγῶνες Her.);<br /><b class="num">3)</b> воинственный (υἷες Ἀχαιῶν Hom.): [[μέγας]] [[ἀρήϊος]] Her. великий воин. | |||
}} | }} |