Anonymous

ἀρρενόομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6_20)
(1b)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρρενόομαι''': Παθ. [[γίνομαι]] [[ἀνήρ]], ἐκτελῶ τὰ καθήκοντα ἀνδρός, Λουκ. Ἔρωτ. 19, Α. Β. 19: ―τὸ ἐνεργ. καθιστῶ τινα ἀνδρικόν, [[ἀνδρίζω]], ἐπιρρωννύω, Συνεσ. Ἐπιστ. 146, ἐν τῇ ἀρχῇ.
|lstext='''ἀρρενόομαι''': Παθ. [[γίνομαι]] [[ἀνήρ]], ἐκτελῶ τὰ καθήκοντα ἀνδρός, Λουκ. Ἔρωτ. 19, Α. Β. 19: ―τὸ ἐνεργ. καθιστῶ τινα ἀνδρικόν, [[ἀνδρίζω]], ἐπιρρωννύω, Συνεσ. Ἐπιστ. 146, ἐν τῇ ἀρχῇ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρρενόομαι:''' становиться мужчиной, мужать Luc.
}}
}}