Anonymous

ἀρβύλη: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρβύλη:''' [ῠ], ἡ, δυνατό και ανθεκτικό [[υπόδημα]] που έφτανε πάνω από τους αστραγάλους και το φορούσαν οι αγρότες, οι κυνηγοί, οι οδοιπόροι, οι ταξιδιώτες, σε Αισχύλ., Ευρ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἀρβύλη:''' [ῠ], ἡ, δυνατό και ανθεκτικό [[υπόδημα]] που έφτανε πάνω από τους αστραγάλους και το φορούσαν οι αγρότες, οι κυνηγοί, οι οδοιπόροι, οι ταξιδιώτες, σε Αισχύλ., Ευρ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρβύλη:''' (ῠ) ἡ<b class="num">1)</b> полусапог, башмак Aesch., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> pl. место возницы, передок (в колеснице) Eur.
}}
}}