Anonymous

ἀπαραπόδιστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαραπόδιστος]], -ον (Α) [[παραποδίζω]]<br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από [[εμπόδιο]] ή [[δυσκολία]], [[ανεμπόδιστος]]<br /><b>2.</b> [[διαυγής]], [[καθαρός]].
|mltxt=[[ἀπαραπόδιστος]], -ον (Α) [[παραποδίζω]]<br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από [[εμπόδιο]] ή [[δυσκολία]], [[ανεμπόδιστος]]<br /><b>2.</b> [[διαυγής]], [[καθαρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαραπόδιστος:''' беспрепятственный, не стесненный Sext.
}}
}}