Anonymous

ἄρωμα: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄρωμα:''' -ατος, τό ([[ἀρόω]]), αρόσιμη γη, σιτοφόρα γη, [[χωράφι]], Λατ. [[arvum]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">• [[ἄρωμα]]:</b> -ατος, τό, [[κάθε]] αρωματικό [[βότανο]], [[καρπός]], [[μπαχάρι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἄρωμα:''' -ατος, τό ([[ἀρόω]]), αρόσιμη γη, σιτοφόρα γη, [[χωράφι]], Λατ. [[arvum]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">• [[ἄρωμα]]:</b> -ατος, τό, [[κάθε]] αρωματικό [[βότανο]], [[καρπός]], [[μπαχάρι]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄρωμα:''' ατος (ἀρ) τό [[ἀρόω]] пашня, нива Soph., Arph.<br />ατος (ᾰρ) τό пахучие травы, душистые коренья Xen., Arst.
}}
}}