Anonymous

ἀρχηγός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρχηγός:''' Δωρ. ἀρχ-ᾱγός, -ὸν ([[ἡγέομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πρωταίτιος]], [[πρόξενος]] ενός πράγματος, με γεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., όπως το [[ἀρχηγέτης]], [[ιδρυτής]], λέγεται για πολιούχο ήρωα, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ηγεμόνας]], [[αρχηγός]], σε Αισχύλ., Σιμων., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> πρώτη [[αιτία]], [[πρωταίτιος]], [[αρχηγός]], <i>τοῦ πράγματος</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀρχηγός:''' Δωρ. ἀρχ-ᾱγός, -ὸν ([[ἡγέομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πρωταίτιος]], [[πρόξενος]] ενός πράγματος, με γεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., όπως το [[ἀρχηγέτης]], [[ιδρυτής]], λέγεται για πολιούχο ήρωα, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ηγεμόνας]], [[αρχηγός]], σε Αισχύλ., Σιμων., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> πρώτη [[αιτία]], [[πρωταίτιος]], [[αρχηγός]], <i>τοῦ πράγματος</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρχηγός:''' <b class="num">I</b> дор. ἀρχᾱγός 2<br /><b class="num">1)</b> являющийся изначальным, служащий первопричиной (κακῶν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> основной, главный (φλέβες Arst.);<br /><b class="num">3)</b> относящийся к верховной власти, царский (τιμαί Eur.).<br /><b class="num">II</b> ὁ Aesch., Soph., Isocr., Plat. = [[ἀρχηγέτης]] 1 и 2.
}}
}}