Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσάομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
 
(1b)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσάομαι:''' Παθ. προστ. [[ἀσῶ]], μτχ. <i>ἀσώμενος</i>, αόρ. αʹ <i>ἠσήθην</i> ([[ἄση]])· [[αισθάνομαι]] [[αηδία]] ή [[ναυτία]], είμαι αηδιασμένος ή προσβεβλημένος από [[κάτι]], με δοτ., σε Θέογν.· τὴν ψυχὴν [[ἀσηθῆναι]], σε Ηρόδ.· <i>ἀσώμενος ἐν φρεσί</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀσάομαι:''' Παθ. προστ. [[ἀσῶ]], μτχ. <i>ἀσώμενος</i>, αόρ. αʹ <i>ἠσήθην</i> ([[ἄση]])· [[αισθάνομαι]] [[αηδία]] ή [[ναυτία]], είμαι αηδιασμένος ή προσβεβλημένος από [[κάτι]], με δοτ., σε Θέογν.· τὴν ψυχὴν [[ἀσηθῆναι]], σε Ηρόδ.· <i>ἀσώμενος ἐν φρεσί</i>, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσάομαι:''' (ᾰσ)<br /><b class="num">1)</b> досадовать, быть удрученным (τὴν ψυχὴν ἐπί τινι Her.; ἀσώμενος ἐν φρεσίν Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> испытывать боль, страдать (ἀσῶνται αἱ γυναῖκες κύουσαι Arst.).
}}
}}