3,244,009
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσάομαι:''' Παθ. προστ. [[ἀσῶ]], μτχ. <i>ἀσώμενος</i>, αόρ. αʹ <i>ἠσήθην</i> ([[ἄση]])· [[αισθάνομαι]] [[αηδία]] ή [[ναυτία]], είμαι αηδιασμένος ή προσβεβλημένος από [[κάτι]], με δοτ., σε Θέογν.· τὴν ψυχὴν [[ἀσηθῆναι]], σε Ηρόδ.· <i>ἀσώμενος ἐν φρεσί</i>, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἀσάομαι:''' Παθ. προστ. [[ἀσῶ]], μτχ. <i>ἀσώμενος</i>, αόρ. αʹ <i>ἠσήθην</i> ([[ἄση]])· [[αισθάνομαι]] [[αηδία]] ή [[ναυτία]], είμαι αηδιασμένος ή προσβεβλημένος από [[κάτι]], με δοτ., σε Θέογν.· τὴν ψυχὴν [[ἀσηθῆναι]], σε Ηρόδ.· <i>ἀσώμενος ἐν φρεσί</i>, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσάομαι:''' (ᾰσ)<br /><b class="num">1)</b> досадовать, быть удрученным (τὴν ψυχὴν ἐπί τινι Her.; ἀσώμενος ἐν φρεσίν Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> испытывать боль, страдать (ἀσῶνται αἱ γυναῖκες κύουσαι Arst.). | |||
}} | }} |