Anonymous

ἀσθμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσθμαίνω:''' ([[ἆσθμα]]), [[ανασαίνω]] [[βαριά]], [[αγκομαχώ]], [[λαχανιάζω]], [[αναπνέω]] με [[δυσκολία]], για κάποιον που ανασαίνει με κόπο ή πεθαίνει, [[κυρίως]] σε μτχ. ενεστ., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀσθμαίνω:''' ([[ἆσθμα]]), [[ανασαίνω]] [[βαριά]], [[αγκομαχώ]], [[λαχανιάζω]], [[αναπνέω]] με [[δυσκολία]], για κάποιον που ανασαίνει με κόπο ή πεθαίνει, [[κυρίως]] σε μτχ. ενεστ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσθμαίνω:''' <b class="num">1)</b> тяжело дышать, задыхаться Hom., Pind., Aesch., Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> (об умирающих) хрипеть Hom.
}}
}}