3,276,318
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρτίκολλος:''' -ον ([[κόλλα]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συγκολλήθηκε γερά, ακριβώς στερεωμένος [[κάπου]], [[ἀρτίκολλος]] [[ὥστε]] τέκτονος [[χιτών]] = [[ἀρτίως]] κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., αρμοσμένος [[καλά]] με [[κάτι]], [[ἄρτι]] συμβαίνει, αυτός που αποβαίνει ακριβώς όπως πρέπει, σε Αισχύλ.· ἀρτίκολλόν τι [[μαθεῖν]], [[μαθαίνω]] [[κάτι]] στην [[κόψη]] του χρόνου, στην κατάλληλη [[στιγμή]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀρτίκολλος:''' -ον ([[κόλλα]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συγκολλήθηκε γερά, ακριβώς στερεωμένος [[κάπου]], [[ἀρτίκολλος]] [[ὥστε]] τέκτονος [[χιτών]] = [[ἀρτίως]] κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., αρμοσμένος [[καλά]] με [[κάτι]], [[ἄρτι]] συμβαίνει, αυτός που αποβαίνει ακριβώς όπως πρέπει, σε Αισχύλ.· ἀρτίκολλόν τι [[μαθεῖν]], [[μαθαίνω]] [[κάτι]] στην [[κόψη]] του χρόνου, στην κατάλληλη [[στιγμή]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρτίκολλος:''' <b class="num">1)</b> досл. плотно приклеенный, перен. тесно прилегающий (πλευραῖσιν [[χιτών]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> подходящий, своевременный ([[λόγος]] ἀγγέλου Aesch.): [[ὅπως]] ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ [[τάδε]] Aesch. чтобы все было как следует. | |||
}} | }} |