Anonymous

ἀσπάλαθος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Rater a " to "Rather a "
(1b)
m (Text replacement - "Rater a " to "Rather a ")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aspalathos
|Transliteration C=aspalathos
|Beta Code=a)spa/laqos
|Beta Code=a)spa/laqos
|Definition=[<b class="b3">πᾰ], ὁ,</b> <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>749</span>, but more commonly ἡ, as <span class="bibl">Pherecr. 109</span> (s. v.l.), <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Od.</span> 33</span>:—name of a <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">spinous shrub</b>, yielding a fragrant oil, = [[ἐρυσίσκηπτρον]], <b class="b2">camel's thorn, Alhagi maurorum</b>, Thphr.9.7.3, <span class="bibl"><span class="title">Od.</span>33</span>, Dsc.1.20. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">thorny trefoil, Calycotome villosa</b>, <span class="bibl">Thgn.1193</span> (pl.), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>906b11</span>, <span class="bibl">Theoc.4.57</span> (pl.), <span class="bibl">24.89</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">Genista acanthoclada</b>, used as an instrument of torture, ἐπ' ἀσπαλάθων τινὰ κνάμπτειν <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>616a</span>.</span>
|Definition=[πᾰ], ὁ, Ar.Fr.749, but more commonly ἡ, as Pherecr. 109 ([[si vera lectio|s. v.l.]]), Thphr.Od. 33:—name of a<br><span class="bld">A</span> [[spinous shrub]], [[yield]]ing a [[fragrant]] [[oil]] = [[ἐρυσίσκηπτρον]], [[camel's thorn]], [[Alhagi maurorum]], Thphr.9.7.3, Od.33, Dsc.1.20.<br><span class="bld">2</span> [[thorny trefoil]], [[Calycotome villosa]], Thgn.1193 (pl.), Arist.Pr.906b11, Theoc.4.57 (pl.), 24.89.<br><span class="bld">3</span> [[Genista acanthoclada]], used as an [[instrument]] of [[torture]], ἐπ' ἀσπαλάθων τινὰ [[κνάμπτειν]] Pl.R.616a.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [pero ἡ Pherecr.114, Thphr.<i>Od</i>.33]<br />[[arbusto espinoso]] del que se extrae un producto aromático, quizá [[aulaga]], [[ginesta]] o [[tojo]], prob. [[Astragalus]] sp., s. cont. Ar.<i>Fr</i>.783, descripción en Dsc.1.20, Plin.<i>HN</i> 12.110, 24.111, <i>POxy</i>.3766.103 (IV d.C.), c. ref. al aroma, Arist.<i>Pr</i>.906<sup>b</sup>11, Thphr.l.c., <i>HP</i> 9.7.3, [[LXX]] <i>Si</i>.24.15, <i>Gp</i>.7.20.7, 15.1.31<br /><b class="num">•</b>como ingrediente de un medicamento, Hp.<i>Steril</i>.232<br /><b class="num"></b>para el κοῦφι egipcio, Plu.2.383e<br /><b class="num"></b>gener. ref. a las [[espinas]] ἀσπάλαθοι δὲ τάπησιν ὁμοῖον στρῶμα θάνοντι Thgn.1193, μὴ νήλιπος ἔρχεο ... ἐν γὰρ ὄρει ῥάμνοι τε καὶ ἀσπάλαθοι κομόωντι Theoc.4.57, cf. 24.89, Moer.54, Hsch., irón. ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες Pherecr.l.c., como tormento εἷλκον ... ἐπ' ἀσπαλάθων κναμπτόντες Pl.<i>R</i>.616a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0373.png Seite 373]] ὁ, Ar. B. A. 10, wo es ἀκανθῶδες [[φυτόν]] erkl. ist; auch ἡ, Pherecrat. bei Ath. XV, 685 b, ein dorniger Strauch, von dem die Rinde der Wurzel zu wohlriechenden Oelen gebraucht wurde, Plat. Rep. X, 616 a; Theocr. 4, 57 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0373.png Seite 373]] ὁ, Ar. B. A. 10, wo es ἀκανθῶδες [[φυτόν]] erkl. ist; auch ἡ, Pherecrat. bei Ath. XV, 685 b, ein dorniger Strauch, von dem die Rinde der Wurzel zu wohlriechenden Oelen gebraucht wurde, Plat. Rep. X, 616 a; Theocr. 4, 57 u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσπάλᾰθος''': -ου, ὁ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 588, ἀλλὰ συνηθέστερον, ἡ, ὡς Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 2· «[[θάμνος]] ἐστὶ [[ξυλώδης]], ἀκάνθαις πολλαῖς [[κεχρημένος]]... ᾧ χρῶνται οἱ μυρεψοὶ εἰς τὰς τῶν μύρων στύψεις. Ἔστι δὲ καλὸς ὁ βαρὺς καὶ [[μετὰ]] τὸ περιφλοισθῆναι [[ὑπέρυθρος]] ἢ πορφυρίζων, [[πυκνός]], [[εὐώδης]], πικρίζων ἐν τῇ γεύσει» κτλ. Διοσκ. 1. 19, Λατ. Genista acanthoclada, ἀσπάλαθοι δὲ τάπησιν ὁμοῖον [[στρῶμα]] θανόντι Θέογν. 1193· στύφει δὲ καὶ ἡ [[ἀσπάλαθος]] ἡ [[εὐώδης]] Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 3, Θεόκρ. 24. 87: ― ὡς [[εἶδος]] βασανιστηρίου, συμποδίσαντες χεῖράς τε καὶ πόδας καὶ κεφαλήν... εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς ἐπ’ ἀσπαλάθων κνάπτοντες Πλάτ. Πολ. 616Α. ― [[Κατὰ]] τὸν Sibthorp τὸ σημερινὸν [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ τούτου [[εἶναι]]: ἀσπάλατος ἢ ἀσπαλαθειά.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ <i>ou</i> ἡ)<br />aspalathe <i>ou</i> genêt épineux, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
|btext=ου (ὁ <i>ou</i> ἡ)<br />aspalathe <i>ou</i> genêt épineux, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [pero Pherecr.114, Thphr.<i>Od</i>.33]<br />[[arbusto espinoso]] del que se extrae un producto aromático, quizá [[aulaga]], [[ginesta]] o [[tojo]], prob. [[Astragalus]] sp., s. cont. Ar.<i>Fr</i>.783, descripción en Dsc.1.20, Plin.<i>HN</i> 12.110, 24.111, <i>POxy</i>.3766.103 (IV d.C.), c. ref. al aroma, Arist.<i>Pr</i>.906<sup>b</sup>11, Thphr.l.c., <i>HP</i> 9.7.3, LXX <i>Si</i>.24.15, <i>Gp</i>.7.20.7, 15.1.31<br /><b class="num">•</b>como ingrediente de un medicamento, Hp.<i>Steril</i>.232<br /><b class="num">•</b>para el κοῦφι egipcio, Plu.2.383e<br /><b class="num">•</b>gener. ref. a las [[espinas]] ἀσπάλαθοι δὲ τάπησιν ὁμοῖον στρῶμα θάνοντι Thgn.1193, μὴ νήλιπος ἔρχεο ... ἐν γὰρ ὄρει ῥάμνοι τε καὶ ἀσπάλαθοι κομόωντι Theoc.4.57, cf. 24.89, Moer.54, Hsch., irón. ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες Pherecr.l.c., como tormento εἷλκον ... ἐπ' ἀσπαλάθων κναμπτόντες Pl.<i>R</i>.616a.
|elrutext='''ἀσπάλᾰθος:''' (πᾰ) ὁ и ἡ бот. дрок колючий (предполож. Genista acanthoclada) Arph., Plat., Arst., Theocr., Plut.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσπάλᾰθος''': -ου, ὁ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 588, ἀλλὰ συνηθέστερον, ἡ, ὡς Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 2· «[[θάμνος]] ἐστὶ [[ξυλώδης]], ἀκάνθαις πολλαῖς [[κεχρημένος]]... ᾧ χρῶνται οἱ μυρεψοὶ εἰς τὰς τῶν μύρων στύψεις. Ἔστι δὲ καλὸς ὁ βαρὺς καὶ μετὰ τὸ περιφλοισθῆναι [[ὑπέρυθρος]] ἢ πορφυρίζων, [[πυκνός]], [[εὐώδης]], πικρίζων ἐν τῇ γεύσει» κτλ. Διοσκ. 1. 19, Λατ. Genista acanthoclada, ἀσπάλαθοι δὲ τάπησιν ὁμοῖον [[στρῶμα]] θανόντι Θέογν. 1193· στύφει δὲ καὶ ἡ [[ἀσπάλαθος]] ἡ [[εὐώδης]] Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 3, Θεόκρ. 24. 87: ― ὡς [[εἶδος]] βασανιστηρίου, συμποδίσαντες χεῖράς τε καὶ πόδας καὶ κεφαλήν... εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς ἐπ’ ἀσπαλάθων κνάπτοντες Πλάτ. Πολ. 616Α. ― [[Κατὰ]] τὸν Sibthorp τὸ σημερινὸν [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ τούτου [[εἶναι]]: ἀσπάλατος ἢ ἀσπαλαθειά.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ασπαλαθρός, ο και ασπάλαθο και [[σπάλαθο]] και σφάλαχτρο, το (AM [[ἀσπάλαθος]], Α και [[ἀσφάλαθος]])<br /><b>1.</b> ο [[αγκαθωτός]] [[θάμνος]] [[καλυκοτόμη]] η τριχωτή, που τον χρησιμοποιούν σε φράχτες<br />στην [[αρχαιότητα]] χρησίμευε ως όργανο βασανισμού («εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς ἐπ' ἀσπαλάθων κνάπτοντες «, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[ράμνος]] η [[ελαιοειδής]], μαύρη ασπαλάθρα<br />από τη [[φλούδα]] της ρίζας έβγαζαν αρωματικό [[λάδι]] στην [[αρχαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., η οποία έχει [[επίθημα]] -<i>θος</i>, συχνό σε ονόματα [[φυτών]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άρκευθος]]). Η [[υπόθεση]] ότι ο τ. συνδέεται [[προς]] τα [[σπαλύσσεται]] «σπαράσσεται, ταράσσεται» (<b>Ησύχ.</b>), και <i>σφαλάσσειν</i> «τέμνειν, κεντείν» (<b>Ησύχ.</b>), και ότι ανάγεται στην ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>el</i>- «[[σχίζω]], [[ανοίγω]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική].
|mltxt=και ασπαλαθρός, ο και ασπάλαθο και [[σπάλαθο]] και σφάλαχτρο, το (AM [[ἀσπάλαθος]], Α και [[ἀσφάλαθος]])<br /><b>1.</b> ο [[αγκαθωτός]] [[θάμνος]] [[καλυκοτόμη]] η τριχωτή, που τον χρησιμοποιούν σε φράχτες<br />στην [[αρχαιότητα]] χρησίμευε ως όργανο βασανισμού («εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς ἐπ' ἀσπαλάθων κνάπτοντες «, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[ράμνος]] η [[ελαιοειδής]], μαύρη ασπαλάθρα<br />από τη [[φλούδα]] της ρίζας έβγαζαν αρωματικό [[λάδι]] στην [[αρχαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., η οποία έχει [[επίθημα]] -<i>θος</i>, συχνό σε ονόματα [[φυτών]] ([[πρβλ]]. [[άρκευθος]]). Η [[υπόθεση]] ότι ο τ. συνδέεται [[προς]] τα [[σπαλύσσεται]] «σπαράσσεται, ταράσσεται» (<b>Ησύχ.</b>), και <i>σφαλάσσειν</i> «τέμνειν, κεντείν» (<b>Ησύχ.</b>), και ότι ανάγεται στην ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>el</i>- «[[σχίζω]], [[ανοίγω]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσπάλᾰθος:''' ὁ ή ἡ, [[ασπάλαθος]], αγκαθωτό χαμόδεντρο, που παράγει ευωδιαστό [[λάδι]], σε Θέογν.· και ως είδος βασανιστηρίου, σε Πλάτ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἀσπάλᾰθος:''' ὁ ή ἡ, [[ασπάλαθος]], αγκαθωτό χαμόδεντρο, που παράγει ευωδιαστό [[λάδι]], σε Θέογν.· και ως είδος βασανιστηρίου, σε Πλάτ. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{etym
|elrutext='''ἀσπάλᾰθος:''' (πᾰ) ὁ и ἡ бот. дрок колючий (предполож. Genista acanthoclada) Arph., Plat., Arst., Theocr., Plut.
|etymtx=Grammatical information: f. (m.)<br />Meaning: name of several types of thorn-bush (Thgn.); s. Dawkins Journ. of Hell. Stud. 56, 7.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Unknown. Solmsen Wortforsch. 21 A. connected <b class="b3">σπαλύσσεται σπαράσσεται</b>, [[ταράσσεται]] H.; <b class="b3">σφαλάσσειν τέμνειν</b>, [[κεντεῖν]] H. etc.. (s. [[ἀσπάλαξ]]), unconvincingly. Rather a loanword (Schwyzer 510, Chantr. Form. 368); the suffix <b class="b3">-θος</b> often in plant names. André, Lex. 234. It may well be a substr. word. Alessio compares Lat. [[palla]] [[genesta alba]] (RILomb. 74, 737ff., Studi Etr. 15, 219.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Deriv. [[unknown]].]<br />[[aspalathus]], a [[prickly]] [[shrub]], [[yielding]] a [[fragrant]] oil, Theogn.; used as an [[instrument]] of [[torture]], Plat.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἀσπάλαθος''': {aspálathos}<br />'''Grammar''': f. (m.)<br />'''Meaning''': N. verschiedener dorniger Sträucher (Thgn., Kom., Pl. usw.); zur Bedeutung s. Dawkins Journ. of HellStud. 56, 7.<br />'''Etymology''': Etymologie unbekannt. Der Versuch Solmsens Wortforsch. 21 A. (m. Lit.; s. auch Persson Beiträge 2, 803), [[ἀσπάλαθος]] durch Anknüpfung an [[σπαλύσσεται]]· σπαράσσεται, ταράσσεται H.; σφαλάσσειν· τέμνειν, κεντεῖν H. usw. (s. [[ἀσπάλαξ]]) aus dem Indogermanischen zu erklären ("woran man sich reißt, ritzt, Zupfer, Reißer"), hat höchstens hypothetischen Wert. Eher LW (Schwyzer 510, Chantraine Formation 368). — Ältere, ganz unbefriedigende Erklärungen bei Bq.<br />'''Page''' 1,167
}}
}}