Anonymous

ἀσθενικός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αστενικός, -ή, -ό (AM [[ἀσθενικός]], -ή, -όν) [[ασθενής]]<br /><b>1.</b> ο [[φιλάσθενος]], αυτός που εύκολα αρρωσταίνει<br /><b>2.</b> ο [[ανίσχυρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που προκαλεί ασθένειες.
|mltxt=και αστενικός, -ή, -ό (AM [[ἀσθενικός]], -ή, -όν) [[ασθενής]]<br /><b>1.</b> ο [[φιλάσθενος]], αυτός που εύκολα αρρωσταίνει<br /><b>2.</b> ο [[ανίσχυρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που προκαλεί ασθένειες.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσθενικός:''' слабосильный, болезненный, хилый Arst., Luc., Diog. L.
}}
}}