ἀσυγγνώμων: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσυγγνώμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που δεν συγχωρεί, [[αμείλικτος]], [[ανηλεής]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀσυγγνώμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που δεν συγχωρεί, [[αμείλικτος]], [[ανηλεής]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυγγνώμων:''' gen. ονος не прощающий, безжалостный Dem., Plut.
}}
}}