Anonymous

ἀσχολέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσχολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ενασχολώ]], είμαι απασχολημένος, έχω ασχολίες, <i>τινά</i>, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀσχολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ενασχολώ]], είμαι απασχολημένος, έχω ασχολίες, <i>τινά</i>, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσχολέω:''' <b class="num">1)</b> занимать, интересовать (ἡ [[ὑπόθεσις]] καινὴ ἀσχολεῖ τινα Luc.);<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. заниматься, трудиться (πρός τι Aesop., ἐπί τι Diod. и περί τι Luc., Plut.; ἀσχολούμεθα [[ἵνα]] σχολάζωμεν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> заниматься делом, работать (ὁ ἀσχολῶν ἕνεκά τινος ἀσχολεῖ τέλους Arst.).
}}
}}