3,273,730
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσύμβᾰτος:''' αρχ. Αττ. ἀ-ξύμβατος, -ον ([[συμβαίνω]]), αυτός που δεν έρχεται σε συμβιβασμό, σε Θουκ.· επίρρ., <i>-τως ἔχειν</i>, είμαι [[αδιάλλακτος]], [[ασυμβίβαστος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀσύμβᾰτος:''' αρχ. Αττ. ἀ-ξύμβατος, -ον ([[συμβαίνω]]), αυτός που δεν έρχεται σε συμβιβασμό, σε Θουκ.· επίρρ., <i>-τως ἔχειν</i>, είμαι [[αδιάλλακτος]], [[ασυμβίβαστος]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσύμβᾰτος:''' староатт. ἀξύμβᾰτος 2 несговорчивый, непримиримый ([[ἀντίθεσις]] Plut.): [[ἀσύμβατον]] ποιεῖσθαι τὴν κοινολογίαν Polyb. не приходить ни к какому соглашению. | |||
}} | }} |