Anonymous

ἀτάρακτος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτάρακτος:''' -ον ([[ταράσσω]]), αυτός που δεν διακόπτεται, [[χωρίς]] [[ταραχή]], [[αμετακίνητος]], για στρατιώτες, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀτάρακτος:''' -ον ([[ταράσσω]]), αυτός που δεν διακόπτεται, [[χωρίς]] [[ταραχή]], [[αμετακίνητος]], για στρατιώτες, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτάρακτος:''' (τᾰ)<br /><b class="num">1)</b> не приведенный в замешательство, хладнокровный, непоколебимый (στρατιωτικοί Xen.);<br /><b class="num">2)</b> астр. ничем не возмущаемый (αἱ ἐν οὐρανῷ περιφοραί Plat.);<br /><b class="num">3)</b> невозмутимый, спокойный Xen. etc.
}}
}}