Anonymous

ἀσφαραγέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσφᾰρᾰγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> (<i>α ευφωνικό</i>, <i>σφαραγέω</i>), [[αντηχώ]], [[δημιουργώ]] οξύ μεταλλικό ήχο, λέγεται για οπλισμένους άντρες, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀσφᾰρᾰγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> (<i>α ευφωνικό</i>, <i>σφαραγέω</i>), [[αντηχώ]], [[δημιουργώ]] οξύ μεταλλικό ήχο, λέγεται για οπλισμένους άντρες, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσφᾰραγέω:''' бряцать, лязгать (χαλκῷ Thuc. - v. l. к [[ἀμφαγείρομαι]]).
}}
}}