Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄσιλλα: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄσιλλα]], η (Α)<br />[[ξύλο]] που το στήριζαν στους ώμους για να μεταφέρουν [[σακιά]], δοχεία κ.λπ. κρεμασμένα από τα δύο [[άκρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ., όχι όμως σημιτικής προελεύσεως, όπως υποστηρίχθηκε].
|mltxt=[[ἄσιλλα]], η (Α)<br />[[ξύλο]] που το στήριζαν στους ώμους για να μεταφέρουν [[σακιά]], δοχεία κ.λπ. κρεμασμένα από τα δύο [[άκρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ., όχι όμως σημιτικής προελεύσεως, όπως υποστηρίχθηκε].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄσιλλα:''' ἡ коромысло Arst.
}}
}}