3,254,072
edits
(6) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄσιλλα]], η (Α)<br />[[ξύλο]] που το στήριζαν στους ώμους για να μεταφέρουν [[σακιά]], δοχεία κ.λπ. κρεμασμένα από τα δύο [[άκρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ., όχι όμως σημιτικής προελεύσεως, όπως υποστηρίχθηκε]. | |mltxt=[[ἄσιλλα]], η (Α)<br />[[ξύλο]] που το στήριζαν στους ώμους για να μεταφέρουν [[σακιά]], δοχεία κ.λπ. κρεμασμένα από τα δύο [[άκρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ., όχι όμως σημιτικής προελεύσεως, όπως υποστηρίχθηκε]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄσιλλα:''' ἡ коромысло Arst. | |||
}} | }} |