Anonymous

ἀσύναπτος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσύναπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν συνάπτεται με κάποιον άλλον, [[ασύνδετος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν έχει συνομολογηθεί ή συμφωνηθεί.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσύναπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν συνάπτεται με κάποιον άλλον, [[ασύνδετος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν έχει συνομολογηθεί ή συμφωνηθεί.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσύναπτος:''' взаимно несвязанный, несвязный (πρὸς ἀλλήλους Arst.).
}}
}}