3,274,159
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσύμφωνος:''' αρχ. Αττ. ἀ-[[ξύμφωνος]], -ον, αυτός που δεν συμφωνεί στον ήχο, σε Πλάτ.· μεταφ., ο διαφωνών, <i>τινι</i>, σε [[αντίθεση]] με κάποιον [[άλλο]], στον ίδ.· [[πρός]] τινα, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀσύμφωνος:''' αρχ. Αττ. ἀ-[[ξύμφωνος]], -ον, αυτός που δεν συμφωνεί στον ήχο, σε Πλάτ.· μεταφ., ο διαφωνών, <i>τινι</i>, σε [[αντίθεση]] με κάποιον [[άλλο]], στον ίδ.· [[πρός]] τινα, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσύμφωνος:''' староатт. [[ἀξύμφωνος]]<br /><b class="num">1)</b> несозвучный, нестройный Plat.;<br /><b class="num">2)</b> несогласующийся, несогласный, расходящийся (τινι Plut. и πρός τινα NT);<br /><b class="num">3)</b> полный раздоров, недружный ([[πόλις]] ἀ. καὶ [[ἀνάρμοστος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> говорящий на другом языке, иноязычный (γένη ἀσύμφωνα πρὸς ἄλληλα Plat.; ἀσύμφωνοι ταῖς διαλέκτοις Diod.). | |||
}} | }} |