Anonymous

ἀσύμφωνος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσύμφωνος:''' αρχ. Αττ. ἀ-[[ξύμφωνος]], -ον, αυτός που δεν συμφωνεί στον ήχο, σε Πλάτ.· μεταφ., ο διαφωνών, <i>τινι</i>, σε [[αντίθεση]] με κάποιον [[άλλο]], στον ίδ.· [[πρός]] τινα, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀσύμφωνος:''' αρχ. Αττ. ἀ-[[ξύμφωνος]], -ον, αυτός που δεν συμφωνεί στον ήχο, σε Πλάτ.· μεταφ., ο διαφωνών, <i>τινι</i>, σε [[αντίθεση]] με κάποιον [[άλλο]], στον ίδ.· [[πρός]] τινα, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσύμφωνος:''' староатт. [[ἀξύμφωνος]]<br /><b class="num">1)</b> несозвучный, нестройный Plat.;<br /><b class="num">2)</b> несогласующийся, несогласный, расходящийся (τινι Plut. и πρός τινα NT);<br /><b class="num">3)</b> полный раздоров, недружный ([[πόλις]] ἀ. καὶ [[ἀνάρμοστος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> говорящий на другом языке, иноязычный (γένη ἀσύμφωνα πρὸς ἄλληλα Plat.; ἀσύμφωνοι ταῖς διαλέκτοις Diod.).
}}
}}