Anonymous

ἀτάκτως: Difference between revisions

From LSJ
1b
(T22)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=adverb, [[disorderly]]: [[ἀτάκτως]] περιπατεῖν, [[which]] is explained by the added καί μή [[κατά]] [[τήν]] παράδοσιν ἥν παρέλαβε παῥ [[ἡμῶν]]; cf. [[μηδέν]] ἐργαζόμενοι, [[ἀλλά]] περιεργαζόμενοι. (Often in [[Plato]].)  
|txtha=adverb, [[disorderly]]: [[ἀτάκτως]] περιπατεῖν, [[which]] is explained by the added καί μή [[κατά]] [[τήν]] παράδοσιν ἥν παρέλαβε παῥ [[ἡμῶν]]; cf. [[μηδέν]] ἐργαζόμενοι, [[ἀλλά]] περιεργαζόμενοι. (Often in [[Plato]].)  
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτάκτως:''' <b class="num">1)</b> в беспорядке, беспорядочной толпой (προσπίπτειν τινί Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> беспорядочно, беспутно ([[ζῆν]] Isocr.; δι ημερεύειν Plut.).
}}
}}