Anonymous

ἀσκητικός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀσκητικός]], -ή, -όν) [[ασκητής]]<br />Ι. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε ασκητή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ασκητική</i><br />ο [[ασκητισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επίπονος]], ο [[κοπιαστικός]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ασκητικά</i> (AM ἀσκητικῶς)<br />με τρόπο ασκητικό.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀσκητικός]], -ή, -όν) [[ασκητής]]<br />Ι. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε ασκητή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ασκητική</i><br />ο [[ασκητισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επίπονος]], ο [[κοπιαστικός]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ασκητικά</i> (AM ἀσκητικῶς)<br />με τρόπο ασκητικό.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσκητικός:''' <b class="num">1)</b> трудовой ([[βίος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> свойственный борцам ([[νόσημα]] Arph.).
}}
}}