3,273,446
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσχολία:''' ἡ, [[ασχολία]], [[ενασχόληση]], [[εργασία]], [[έλλειψη]] ανάπαυλας, σε Θουκ.· [[ἀσχολία]] ἔχειν φιλοσοφίας [[πέρι]], δεν έχω χρόνο για να ασχοληθώ μ' αυτό (δηλ. για να επιδιώξω τη [[φιλοσοφία]]), σε Πλάτ.· [[ἀσχολία]] ἄγειν, [[ασχολούμαι]] ή απασχολούμαι, στον ίδ.· <i>ἀσχολίαν παρέχειν τινί</i>, [[προκαλώ]] [[ανησυχία]] σε κάποιον, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀσχολία:''' ἡ, [[ασχολία]], [[ενασχόληση]], [[εργασία]], [[έλλειψη]] ανάπαυλας, σε Θουκ.· [[ἀσχολία]] ἔχειν φιλοσοφίας [[πέρι]], δεν έχω χρόνο για να ασχοληθώ μ' αυτό (δηλ. για να επιδιώξω τη [[φιλοσοφία]]), σε Πλάτ.· [[ἀσχολία]] ἄγειν, [[ασχολούμαι]] ή απασχολούμαι, στον ίδ.· <i>ἀσχολίαν παρέχειν τινί</i>, [[προκαλώ]] [[ανησυχία]] σε κάποιον, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσχολία:''' ἡ<b class="num">1)</b> занятость, недосуг Arst., Dem., Plut.: ἀσχολίας οὔσης Thuc. за отсутствием свободного времени; ἀσχολίαν ἔχειν или ἄγειν τινός и εἴς τι Xen., περί τινος Plat. и πρός τι Plut. не иметь времени для чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> занятие, забота, дело Pind., Lys., Plat., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> затруднение, помеха, препятствие (ἀσχολίαν παρέχειν τινί Xen., Plat.). | |||
}} | }} |