Anonymous

αὐλικός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αὐλικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[βασιλική]] [[αυλή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ταιριάζει σε άνθρωπο της βασιλικής αυλής<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[αυλικός]]<br />[[μέλος]] του προσωπικού της βασιλικής αυλής.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αὐλικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[βασιλική]] [[αυλή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ταιριάζει σε άνθρωπο της βασιλικής αυλής<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[αυλικός]]<br />[[μέλος]] του προσωπικού της βασιλικής αυλής.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐλικός:''' <b class="num">II</b> ὁ придворный, царедворец Polyb., Plut.<br />дворцовый, придворный ([[ἄνθρωπος]] Polyb.; κόλακες Plut.).
}}
}}