Anonymous

ἄτηκτος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄτηκτος:''' -ον, αυτός που δεν έλιωσε ή δεν λιώνει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἄτηκτος:''' -ον, αυτός που δεν έλιωσε ή δεν λιώνει, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄτηκτος:''' <b class="num">1)</b> не расплавленный (ἄ. καὶ [[ἀμάλακτος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> не растаявший ([[χιών]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> нерастворимый ([[ὑπό]] τινος Plat.);<br /><b class="num">4)</b> не поддающийся воздействию, неподатливый (νόμοις, [[καθάπερ]] τὰ σπέρματα πυρί Plat.).
}}
}}