Anonymous

ἀσύγχυτος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύγχυτος]], -ον) [[συγχέω]]<br />αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει [[σύγχυση]], [[σαφής]], [[ξεκάθαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ασύγχιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αμιγής]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύγχυτος]], -ον) [[συγχέω]]<br />αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει [[σύγχυση]], [[σαφής]], [[ξεκάθαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ασύγχιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αμιγής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσύγχῠτος:''' неслитный, разрозненный (ἔναρθροι καὶ ἀσύγχυτοι εἰκόνες Plut.).
}}
}}