Anonymous

αὖλαξ: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὖλαξ:''' -ᾰκος, ἡ, επίσης [[ἄλοξ]], <i>-οκος</i>, με Επικ. αιτ. [[ὦλκα]], <i>ὦλκας</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[αυλάκι]] που σχηματίζεται κατά το όργωμα, Λατ. [[sulcus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>αὔλακ' ἐλαύνειν</i>, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. λέγεται για τη [[γυναίκα]] ως φορέα παιδιών, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ. επίσης, το [[αυλάκι]] πάνω στο [[δέρμα]], [[χαρακιά]], [[τραύμα]], [[πληγή]], [[ουλή]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> = [[ὄγμος]], [[ζώνη]], [[ταινία]], σε Θεόκρ. (Πιθ. από την [[ίδια]] [[ρίζα]] όπως το [[ὁλκός]], Λατ. [[sulcus]], από [[ἕλκω]]).
|lsmtext='''αὖλαξ:''' -ᾰκος, ἡ, επίσης [[ἄλοξ]], <i>-οκος</i>, με Επικ. αιτ. [[ὦλκα]], <i>ὦλκας</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[αυλάκι]] που σχηματίζεται κατά το όργωμα, Λατ. [[sulcus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>αὔλακ' ἐλαύνειν</i>, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. λέγεται για τη [[γυναίκα]] ως φορέα παιδιών, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ. επίσης, το [[αυλάκι]] πάνω στο [[δέρμα]], [[χαρακιά]], [[τραύμα]], [[πληγή]], [[ουλή]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> = [[ὄγμος]], [[ζώνη]], [[ταινία]], σε Θεόκρ. (Πιθ. από την [[ίδια]] [[ρίζα]] όπως το [[ὁλκός]], Λατ. [[sulcus]], από [[ἕλκω]]).
}}
{{elru
|elrutext='''αὖλαξ:''' ᾰκος ἡ (Anth. ὁ)<br /><b class="num">1)</b> борозда Hes., Pind., Her., Arph., Theocr., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> черточка Arph., Anth.
}}
}}