Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀστραπή: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀστραπή:''' [ᾰ], ἡ, = [[ἀστεροπή]], [[στεροπή]]·<br /><b class="num">1.</b> [[λάμψη]] της αστραπής, [[αστραπή]], σε Ηρόδ., σε Αττ.· στον πληθ., αστραπές, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> οποιοδήποτε έντονο φως, [[λαμπάδα]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀστραπή:''' [ᾰ], ἡ, = [[ἀστεροπή]], [[στεροπή]]·<br /><b class="num">1.</b> [[λάμψη]] της αστραπής, [[αστραπή]], σε Ηρόδ., σε Αττ.· στον πληθ., αστραπές, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> οποιοδήποτε έντονο φως, [[λαμπάδα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστρᾰπή:''' дор. Soph. [[ἀστραπά|ἀστρᾰπά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> молния Her. etc.: ἀ. φαίνεται [[πρότερον]] τῆς βροντῆς Arst. молния видна раньше, чем слышится гром;<br /><b class="num">2)</b> сияние, свет (λαμπάδων Aesch.; ἀπὸ ἀνατολῶν NT); сверкание (τῶν ὀμμάτων Soph.): βλέπειν ἀστραπάς Arph. сверкать глазами.
}}
}}