Anonymous

αὐτοσίδηρος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοσίδηρος:''' [ῐ], -ον, αυτός που προέρχεται από καθαρό σίδηρο, το [[χτύπημα]] του ξίφους, σε Ευρ.
|lsmtext='''αὐτοσίδηρος:''' [ῐ], -ον, αυτός που προέρχεται από καθαρό σίδηρο, το [[χτύπημα]] του ξίφους, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοσίδηρος:''' весь из железа: [[ἅμιλλα]] αὐ. Eur. удар железом.
}}
}}