Anonymous

ἄσκεπος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσκεπος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[ακάλυπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ακάλυπτο το [[κεφάλι]] του<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[απροστάτευτος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσκεπος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[ακάλυπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ακάλυπτο το [[κεφάλι]] του<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[απροστάτευτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄσκεπος:''' Luc. = [[ἀσκεπής]].
}}
}}