Anonymous

ἀτρύπητος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτρύπητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή αυτός που δεν έχει [[τρύπα]], [[αδιάτρητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν επιδέχεται [[τρύπημα]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτρύπητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή αυτός που δεν έχει [[τρύπα]], [[αδιάτρητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν επιδέχεται [[τρύπημα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτρύπητος:''' (ῡ) Arst., Plut. = [[ἄτρητος]] 1.
}}
}}