Anonymous

αὐχενίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐχενίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i> ([[αὐχήν]]), [[κόβω]] το λαιμό από έναν άνθρωπο, [[αποκεφαλίζω]], με αιτ., σε Σοφ.
|lsmtext='''αὐχενίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i> ([[αὐχήν]]), [[κόβω]] το λαιμό από έναν άνθρωπο, [[αποκεφαλίζω]], με αιτ., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐχενίζω:''' перерезывать горло (τοὺς μὲν ηὐχένιζε, τοὺς δ᾽ ἔσφαζε Soph.).
}}
}}