Anonymous

αὐτοματισμός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτοματισμός]], ο [[αυτοματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να συντελείται [[κάτι]] αυτόματα, από μόνο του, μηχανικά<br /><b>2.</b> η [[εκτέλεση]] πράξεων [[κατά]] τον ίδιο, ομοιόμορφο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτό που συμβαίνει από μόνο του, το τυχαίο.
|mltxt=[[αὐτοματισμός]], ο [[αυτοματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να συντελείται [[κάτι]] αυτόματα, από μόνο του, μηχανικά<br /><b>2.</b> η [[εκτέλεση]] πράξεων [[κατά]] τον ίδιο, ομοιόμορφο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτό που συμβαίνει από μόνο του, το τυχαίο.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτομᾰτισμός:''' ὁ самопроизвольность, случайность (τύχης Plut.).
}}
}}