3,277,055
edits
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀφύσικος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[φυσικός]], ο [[αντίθετος]] [[προς]] του νόμους της φύσης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσποιητός]], [[ασυνήθιστος]]<br /><b>2.</b> υπερβολικά [[μεγάλος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο [[πέος]]<br /><b>4.</b> [[αισχρός]], [[βδελυρός]]<br /><b>5.</b> σεξουαλικά διεστραμμένος<br /><b>6.</b> [[άσχημος]], [[δύσμορφος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀφύσικος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[φυσικός]], ο [[αντίθετος]] [[προς]] του νόμους της φύσης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσποιητός]], [[ασυνήθιστος]]<br /><b>2.</b> υπερβολικά [[μεγάλος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο [[πέος]]<br /><b>4.</b> [[αισχρός]], [[βδελυρός]]<br /><b>5.</b> σεξουαλικά διεστραμμένος<br /><b>6.</b> [[άσχημος]], [[δύσμορφος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφύσικος:''' (ῠ)<b class="num">1)</b> не соответствующий законам природы, неестественный Sext.;<br /><b class="num">2)</b> лишенный дарования, бездарный Diog. L. | |||
}} | }} |