Anonymous

ἅτε: Difference between revisions

From LSJ
578 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἅτε:''' [[κυρίως]] αιτ. πληθ. του ουδ. του [[ὅστε]]·<br /><b class="num">I.</b> χρησιμ. ως επίρρ., όπως ακριβώς, έτσι ακριβώς, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτιολογική [[σημασία]], [[καθόσον]], [[επειδή]], [[αφού]], Λατ. [[quippe]], με μτχ., [[ἅτε]] ἔχων, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· με γεν. απόλ., [[ἅτε]] [[τῶν]] ὁδῶν φυλασσομένων, Λατ. [[quippe]] viae custodirentur, σε Ηρόδ.· με τη μτχ. να παραλείπεται, <i>δίκτυα δοὺς</i>([[αὐτῷ]]) [[ἅτε]] θηρευτῇ (<i>ὄντι</i>), στον ίδ.
|lsmtext='''ἅτε:''' [[κυρίως]] αιτ. πληθ. του ουδ. του [[ὅστε]]·<br /><b class="num">I.</b> χρησιμ. ως επίρρ., όπως ακριβώς, έτσι ακριβώς, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτιολογική [[σημασία]], [[καθόσον]], [[επειδή]], [[αφού]], Λατ. [[quippe]], με μτχ., [[ἅτε]] ἔχων, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· με γεν. απόλ., [[ἅτε]] [[τῶν]] ὁδῶν φυλασσομένων, Λατ. [[quippe]] viae custodirentur, σε Ηρόδ.· με τη μτχ. να παραλείπεται, <i>δίκτυα δοὺς</i>([[αὐτῷ]]) [[ἅτε]] θηρευτῇ (<i>ὄντι</i>), στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἅτε:''' (ᾰ) conj. [n pl. к [[ὅστε]]<br /><b class="num">1)</b> (подобно тому) как, словно (ἅ. [[παρθένος]] ἠΐθεός τε Hom.; ἅ. [[ταῦρος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> как, в качестве ([[Κύπρις]], ἅ. γένους [[προμάτωρ]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> так как, поскольку: ἅ. τῶν ὁδῶν φυλασσομένων Her. ввиду того, что дороги охранялись; ἅ. (δὴ) [[οὖν]] Plat. а так как.
}}
}}