Anonymous

ἀφάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφάλλομαι:''' μέλ. <i>-αλοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ηλάμην</i>· Επικ. μτχ. αορ. βʹ <i>ἀπάλμενος</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πηδώ]] [[μακριά]] ή από [[κάτι]], ἐκ [[νεώς]], σε Αισχύλ.· <i>ἀφήλατο</i>, ανεπήδησε, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αναπηδώ]], σείομαι, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀφάλλομαι:''' μέλ. <i>-αλοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ηλάμην</i>· Επικ. μτχ. αορ. βʹ <i>ἀπάλμενος</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πηδώ]] [[μακριά]] ή από [[κάτι]], ἐκ [[νεώς]], σε Αισχύλ.· <i>ἀφήλατο</i>, ανεπήδησε, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αναπηδώ]], σείομαι, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφάλλομαι:''' <b class="num">1)</b> спрыгивать, соскакивать (ἐκ [[νεώς]] Aesch.; ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος Arph.; τοῦ ἵππου, v. l. ἀφ᾽ ἵππου Plut.);<br /><b class="num">2)</b> подпрыгивать, подскакивать (τῆς γῆς Plut.);<br /><b class="num">3)</b> отскакивать, быть отражаемым ([[φῶς]] ἀπὸ φωτὸς ἀφαλλόμενον Plut.): τὰ πίπτοντα καὶ ἀφαλλόμενα ὁμοίας γωνίας ποιεῖ Arst. углы падения равны углам отражения.
}}
}}