Anonymous

ἀχώριστος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀχώριστος:''' -ον ([[χωρίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αχώριστος]], [[αδιαίρετος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ([[χῶρος]]), αυτός όπου δεν του καθορίστηκε [[κάποιος]] [[χώρος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀχώριστος:''' -ον ([[χωρίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αχώριστος]], [[αδιαίρετος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ([[χῶρος]]), αυτός όπου δεν του καθορίστηκε [[κάποιος]] [[χώρος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχώριστος:''' <b class="num">1)</b> не разделенный (οὐκ ἀχώριστά γε [[δύο]], ἀλλ᾽ ἕν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> не(раз)делимый (τόπῳ ἢ διανοίᾳ Arst.);<br /><b class="num">3)</b> неотделимый (τῶν Ἐπικούρου δογμάτων Plut.);<br /><b class="num">4)</b> оставшийся без места (ἐν παλαίσματι [[συγγυμναστής]] Xen.).
}}
}}