Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀφηγέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφηγέομαι:''' Ιων. ἀπ-ηγ-, μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[καθοδηγώ]] από ένα [[σημείο]], και [[επομένως]], γενικά, [[οδηγώ]], [[προηγούμαι]], <i>οἱ ἀφηγούμενοι</i>, προπορευόμενοι, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[λέγω]] ή [[διηγούμαι]] [[χωρίς]] παραλείψεις, [[εξηγώ]], [[διασαφηνίζω]], σε Ηρόδ.· παρακ. με Παθ. [[σημασία]], <i>τὸ ἀπηγημένον</i>, αυτό που έχει ειπωθεί, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀφηγέομαι:''' Ιων. ἀπ-ηγ-, μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[καθοδηγώ]] από ένα [[σημείο]], και [[επομένως]], γενικά, [[οδηγώ]], [[προηγούμαι]], <i>οἱ ἀφηγούμενοι</i>, προπορευόμενοι, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[λέγω]] ή [[διηγούμαι]] [[χωρίς]] παραλείψεις, [[εξηγώ]], [[διασαφηνίζω]], σε Ηρόδ.· παρακ. με Παθ. [[σημασία]], <i>τὸ ἀπηγημένον</i>, αυτό που έχει ειπωθεί, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφηγέομαι:''' ион. [[ἀπηγέομαι]]<br /><b class="num">1)</b> идти впереди, тж. вести, предводительствовать (ἀγέλης Arst.; ἑκατοστύος Plut.): οἱ ἀφηγούμενοι Xen. авангард;<br /><b class="num">2)</b> руководить, управлять (ἀποικίας Arst.; πολιτείας Diod.);<br /><b class="num">3)</b> повествовать, излагать, рассказывать ([[πᾶν]] τὸ γεγονός Her.; [[τάδε]] Eur.): τὸ ἀπηγημένον Her. сказанное.
}}
}}