3,260,309
edits
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαθύκληρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που έχει πλούσια, εύφορα κτήματα<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) [[εύφορος]]. | |mltxt=[[βαθύκληρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που έχει πλούσια, εύφορα κτήματα<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) [[εύφορος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαθύκληρος:''' богатый угодьями, многоземельный (πατέρες Hom.). | |||
}} | }} |