Anonymous

βαθύκληρος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαθύκληρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που έχει πλούσια, εύφορα κτήματα<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) [[εύφορος]].
|mltxt=[[βαθύκληρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που έχει πλούσια, εύφορα κτήματα<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) [[εύφορος]].
}}
{{elru
|elrutext='''βαθύκληρος:''' богатый угодьями, многоземельный (πατέρες Hom.).
}}
}}