Anonymous

ἄχρονος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄχρονος]], -ον)<br />αυτός που δεν υπόκειται σε [[χρονικό]] περιορισμό, [[αιώνιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σύντομος]], [[ολιγοχρόνιος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀχρόνως</i><br />[[χωρίς]] καθορισμένα χρονικά όρια.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄχρονος]], -ον)<br />αυτός που δεν υπόκειται σε [[χρονικό]] περιορισμό, [[αιώνιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σύντομος]], [[ολιγοχρόνιος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀχρόνως</i><br />[[χωρίς]] καθορισμένα χρονικά όρια.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄχρονος:''' <b class="num">1)</b> кратковременный, недолговечный (δυστυχὴς καὶ ἄ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> вневременный (συμπτώματα οὐκ ἄχρονα Sext.): ἄ. [[αἰών]] Plut. вечность.
}}
}}