Anonymous

βαθύκολπος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθύκολπος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει ή [[φορά]] ρούχα που πέφτουν σε βαθιές πτυχώσεις (πρβλ. [[βαθύζωνος]]), επίθ. για τις Τρωαδίτισσες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτή που έχει [[μεγάλα]] στήθη, βαθύστηθος, σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τη γη, σε Πίνδ. (πρβλ. [[βαθύστερνος]]).
|lsmtext='''βᾰθύκολπος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει ή [[φορά]] ρούχα που πέφτουν σε βαθιές πτυχώσεις (πρβλ. [[βαθύζωνος]]), επίθ. για τις Τρωαδίτισσες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτή που έχει [[μεγάλα]] στήθη, βαθύστηθος, σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τη γη, σε Πίνδ. (πρβλ. [[βαθύστερνος]]).
}}
{{elru
|elrutext='''βαθύκολπος:''' <b class="num">1)</b> Hom. = [[βαθύζωνος]];<br /><b class="num">2)</b> полногрудый (Νύμφαι HH; Μοῦσαι Pind.): ἐκ βαθυκόλπων στηθέων [[ἥσειν]] [[ἄλγος]] Aesch. из глубины груди издать скорбный вопль;<br /><b class="num">3)</b> изрезанный глубокими долинами (γᾶ Pind.).
}}
}}